- τετήρηκα
- τηρέωwatch overperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τετηρήκασι — τετηρήκᾱσι , τηρέω watch over perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηρήκασιν — τετηρήκᾱσιν , τηρέω watch over perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρώ — (I) τηρῶ, έω, ΝΜΑ διατηρώ, διαφυλάττω, κρατώ απαραβίαστο (α. «τηρώ τους νόμους» β. «τηρώ τον λόγο μου» γ. «δεῑ τὴν παρθένον πρὸ τοῡ σώματος μάλιστα τηρεῑν τὴν ψυχήν», Βασ. δ. «τὴν πίστιν τετήρηκα», ΚΔ) νεοελλ. εκτελώ ορισμένη υπηρεσία ή εργασία… … Dictionary of Greek